- διοργανώσεις
- διοργάνωσιςformationfem nom/voc pl (attic epic)διοργάνωσιςformationfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
δισκοβολία — Αθλητικό αγώνισμα γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, όπου μαζί με το ακόντιο, τον δρόμο, την πάλη και το άλμα αποτελούσαν το πένταθλο. Πρώτος που επινόησε τον δίσκο θεωρείται ο μυθικός Περσέας, που σκότωσε κατά λάθος με αυτόν τον παππού του Ακρίσιο στους … Dictionary of Greek
σάλα — (I) η, Ν 1. αίθουσα και, κυρίως, αίθουσα υποδοχής ξένων, σαλόνι 2. μεγάλος χώρος, κατάλληλος για δημόσιες συγκεντρώσεις, λ.χ. συναυλίες, διαλέξεις, συνεστιάσεις, χορό, αθλητικές διοργανώσεις κ.ά. εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sala < αρχ.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
ΑΕΚ — (Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως). Αθλητικός σύλλογος (σήμερα έχει εταιρικό χαρακτήρα), με σημαντικές διακρίσεις, ιδίως στον ομαδικό αθλητισμό. Η προϊστορία της πρέπει να αναζητηθεί στη δράση των ελληνικών αθλητικών σωματείων της… … Dictionary of Greek
Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Θευγένης — (Θάσος 500; π.Χ. – ;). Αθλητής. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του τον είχε αποκτήσει με τον Θάσιο Ηρακλή, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή του ιερέα Τιμόξενου, γεγονός με το οποίο οι σύγχρονοί του εξηγούσαν την εκπληκτική δύναμή του και, γενικά,… … Dictionary of Greek